- πολυμάσχαλος
- πολυμάσχαλοςwith many side-branchesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμάσχαλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει πολλές μασχάλες, πολλά παρακλάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. ετερο μάσχαλος] … Dictionary of Greek
πολυμάσχαλον — πολυμάσχαλος with many side branches masc/fem acc sg πολυμάσχαλος with many side branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμάσχαλα — πολυμάσχαλος with many side branches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek